Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


metroscopìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [metroskoˈpia]

Υστεροσκοπία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  metrorragia metrotomia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

metropolita (ουσ αρσ )
metropolitana (θηλ.ουσ)
metropolitano (ουσ αρσ )
metropolitano (επίθ.)
metrorragia (θηλ.ουσ)
metroscopia (θηλ.ουσ)
metrotomia (θηλ.ουσ)
mettere (ρ.αμτβ.)
mettere (ρ. μτβ.)
mettersi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
mettifoglio (ουσ αρσ και θηλ.)
mettimale (ουσ αρσ και θηλ.)
mezza (θηλ.ουσ)
mezzacalzetta (θηλ.ουσ)
mezzacartuccia (θηλ.ουσ)
mezzadria (θηλ.ουσ)
mezzadrile (επίθ.)
mezzadro (ουσ αρσ )
mezzala (θηλ.ουσ)
mezzalana (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---