ItalianoGreco


mezzàdro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [medˈdzadro]

1 αγρολήπτης
2 αγρότης με μισακάρικο κτήμα
3 επίμορτος
4 κολέγας
5 μορτίτης
6 σέμπρος
7 κολίγος
8 κολίγας
9 επίμορτος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---