Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mezzàdro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [medˈdzadro]

1 αγρολήπτης
2 αγρότης με μισακάρικο κτήμα
3 επίμορτος
4 κολέγας
5 μορτίτης
6 σέμπρος
7 κολίγος
8 κολίγας
9 επίμορτος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mezzadrile mezzala  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mezza (θηλ.ουσ)
mezzacalzetta (θηλ.ουσ)
mezzacartuccia (θηλ.ουσ)
mezzadria (θηλ.ουσ)
mezzadrile (επίθ.)
mezzadro (ουσ αρσ )
mezzala (θηλ.ουσ)
mezzalana (θηλ.ουσ)
mezzaluna (θηλ.ουσ)
mezzana (θηλ.ουσ)
mezzanave (θηλ.ουσ)
mezzanella (θηλ.ουσ)
mezzania (θηλ.ουσ)
mezzanino (ουσ αρσ )
mezzano (ουσ αρσ )
mezzano (επίθ.)
mezzanotte (θηλ.ουσ)
mezzaquaresima (θηλ.ουσ)
mezzatela (θηλ.ουσ)
mezzatinta (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---