Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mezzàna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [medˈdzana]

1 μαστροπός
2 τσατσά μπουρδέλου
3 μαντάμ οίκου ανοχής
4 πανί του επιδρόμου
5 ρουφιάνα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mezzaluna mezzanave  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mezzadrile (επίθ.)
mezzadro (ουσ αρσ )
mezzala (θηλ.ουσ)
mezzalana (θηλ.ουσ)
mezzaluna (θηλ.ουσ)
mezzana (θηλ.ουσ)
mezzanave (θηλ.ουσ)
mezzanella (θηλ.ουσ)
mezzania (θηλ.ουσ)
mezzanino (ουσ αρσ )
mezzano (ουσ αρσ )
mezzano (επίθ.)
mezzanotte (θηλ.ουσ)
mezzaquaresima (θηλ.ουσ)
mezzatela (θηλ.ουσ)
mezzatinta (θηλ.ουσ)
mezzena (θηλ.ουσ)
mezzeria (θηλ.ουσ)
mezzetta (θηλ.ουσ)
mezzina (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---