Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mezzanìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [meddzaˈnino]

1 όροφος μεταξύ ισογείου και πρώτου ορόφου
2 ημιώροφος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mezzania mezzano  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mezzaluna (θηλ.ουσ)
mezzana (θηλ.ουσ)
mezzanave (θηλ.ουσ)
mezzanella (θηλ.ουσ)
mezzania (θηλ.ουσ)
mezzanino (ουσ αρσ )
mezzano (ουσ αρσ )
mezzano (επίθ.)
mezzanotte (θηλ.ουσ)
mezzaquaresima (θηλ.ουσ)
mezzatela (θηλ.ουσ)
mezzatinta (θηλ.ουσ)
mezzena (θηλ.ουσ)
mezzeria (θηλ.ουσ)
mezzetta (θηλ.ουσ)
mezzina (θηλ.ουσ)
mezzo (ουσ αρσ )
mezzo (επίθ.)
mezzo (επίρ.)
mezzobusto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---