Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mèzzo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmɛddzo]

το μέσον

mèzzo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈmɛddzo]

μισός

mèzzo  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [ˈmɛddzo]

1 σχεδόν
2 παραλίγο
3 περίπου
4 μέσο
5 στη μέση
6 μισό-


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mezzina mezzobusto  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


mezza pensione [θηλ.] = η ημιδιατροφή || mezzi [αρσ. πλυθ.] di trasporto = μέσα συγκοινωνίας || mezzi [αρσ. πλυθ.] pubblici = τα δημόσια μέσα μεταφοράς || non mettermi di mezzo! = μη με ανακατεύεις! || per mezzo di = δια μέσου || persona [θηλ.] di mezz'età = ο μεσήλικας


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mezzatinta (θηλ.ουσ)
mezzena (θηλ.ουσ)
mezzeria (θηλ.ουσ)
mezzetta (θηλ.ουσ)
mezzina (θηλ.ουσ)
mezzo (ουσ αρσ )
mezzo (επίθ.)
mezzo (επίρ.)
mezzobusto (ουσ αρσ )
mezzodì (ουσ αρσ )
mezzofondista (ουσ αρσ και θηλ.)
mezzofondo (ουσ αρσ )
mezzogiorno (ουσ αρσ )
mezzombra (θηλ.ουσ)
mezzora (θηλ.ουσ)
mezzorilievo (ουσ αρσ )
mezzosangue (ουσ αρσ και θηλ.)
mezzoservizio (ουσ αρσ )
mezzosoprano (ουσ αρσ )
mezzotitolo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---