Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mezzofóndo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,mɛddzoˈfondo]

κούρσα μέσης απόστασης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mezzofondista mezzogiorno  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mezzo (επίθ.)
mezzo (επίρ.)
mezzobusto (ουσ αρσ )
mezzodì (ουσ αρσ )
mezzofondista (ουσ αρσ και θηλ.)
mezzofondo (ουσ αρσ )
mezzogiorno (ουσ αρσ )
mezzombra (θηλ.ουσ)
mezzora (θηλ.ουσ)
mezzorilievo (ουσ αρσ )
mezzosangue (ουσ αρσ και θηλ.)
mezzoservizio (ουσ αρσ )
mezzosoprano (ουσ αρσ )
mezzotitolo (ουσ αρσ )
mezzuccio (ουσ αρσ )
mi (ουσ αρσ )
mi (ουσ αρσ και θηλ.)
mi (προσωπ. αντων.)
miagolamento (ουσ αρσ )
miagolare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---