Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mezzosopràno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,mɛddzosoˈprano]

μεσόφωνος τραγουδίστρια ή μέτζο σοπράνο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mezzoservizio mezzotitolo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mezzombra (θηλ.ουσ)
mezzora (θηλ.ουσ)
mezzorilievo (ουσ αρσ )
mezzosangue (ουσ αρσ και θηλ.)
mezzoservizio (ουσ αρσ )
mezzosoprano (ουσ αρσ )
mezzotitolo (ουσ αρσ )
mezzuccio (ουσ αρσ )
mi (ουσ αρσ )
mi (ουσ αρσ και θηλ.)
mi (προσωπ. αντων.)
miagolamento (ουσ αρσ )
miagolare (ρ.αμτβ.)
miagolata (θηλ.ουσ)
miagolatore (ουσ αρσ )
miagolio (ουσ αρσ )
miagolone (ουσ αρσ )
mialgia (θηλ.ουσ)
mialgico (επίθ.)
miao (ονοματ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---