Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mialgìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [mialˈʤia]

μυαλγία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  miagolone mialgico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

miagolare (ρ.αμτβ.)
miagolata (θηλ.ουσ)
miagolatore (ουσ αρσ )
miagolio (ουσ αρσ )
miagolone (ουσ αρσ )
mialgia (θηλ.ουσ)
mialgico (επίθ.)
miao (ονοματ.)
miasma (ουσ αρσ )
miasmatico (επίθ.)
miastenia (θηλ.ουσ)
miastenico (αρσ. επίθ και ουσ)
miatrofia (θηλ.ουσ)
mica (θηλ.ουσ)
mica (επίρ.)
micaceo (επίθ.)
micado (ουσ αρσ )
miccia (θηλ.ουσ)
micelio (ουσ αρσ )
micella (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---