Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


miatrofìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [miatroˈfia]

μυοατροφία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  miastenico mica  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

miao (ονοματ.)
miasma (ουσ αρσ )
miasmatico (επίθ.)
miastenia (θηλ.ουσ)
miastenico (αρσ. επίθ και ουσ)
miatrofia (θηλ.ουσ)
mica (θηλ.ουσ)
mica (επίρ.)
micaceo (επίθ.)
micado (ουσ αρσ )
miccia (θηλ.ουσ)
micelio (ουσ αρσ )
micella (θηλ.ουσ)
micellare (επίθ.)
Micene (θηλ.ουσ)
miceneo (αρσ. επίθ και ουσ)
micete (ουσ αρσ )
micetologia (θηλ.ουσ)
michelaccio (ουσ αρσ )
michelangiolesco (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---