Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


micenèo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [miʧeˈnɛo]

μυκηναὶκός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Micene micete  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

miccia (θηλ.ουσ)
micelio (ουσ αρσ )
micella (θηλ.ουσ)
micellare (επίθ.)
Micene (θηλ.ουσ)
miceneo (αρσ. επίθ και ουσ)
micete (ουσ αρσ )
micetologia (θηλ.ουσ)
michelaccio (ουσ αρσ )
michelangiolesco (επίθ.)
micia (θηλ.ουσ)
micidiale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
micino (ουσ αρσ )
micio (ουσ αρσ )
micologia (θηλ.ουσ)
micologico (επίθ.)
micologo (ουσ αρσ )
micosi (θηλ.ουσ)
micotico (επίθ.)
micotossina (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---