Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


micòlogo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [miˈkɔlogo]

μυκητολόγος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  micologico micosi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

micidiale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
micino (ουσ αρσ )
micio (ουσ αρσ )
micologia (θηλ.ουσ)
micologico (επίθ.)
micologo (ουσ αρσ )
micosi (θηλ.ουσ)
micotico (επίθ.)
micotossina (θηλ.ουσ)
microampere (ουσ αρσ )
microamperometro (ουσ αρσ )
microanalisi (θηλ.ουσ)
microapparecchio (ουσ αρσ )
microbico (επίθ.)
microbio (ουσ αρσ )
microbiologia (θηλ.ουσ)
microbiologico (επίθ.)
microbiologo (ουσ αρσ )
microbo (ουσ αρσ )
microcalcolatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---