Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mìcrobo, micròbo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmikrobo], [miˈkrɔbo]

1 μικροοργανισμός (χρησιμοποίησε καλύτερα το microbio)
2 μικρόβιο (χρησιμοποίησε καλύτερα το microbio)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  microbiologo microcalcolatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

microbico (επίθ.)
microbio (ουσ αρσ )
microbiologia (θηλ.ουσ)
microbiologico (επίθ.)
microbiologo (ουσ αρσ )
microbo (ουσ αρσ )
microcalcolatore (ουσ αρσ )
microcamera (θηλ.ουσ)
microcapsula (θηλ.ουσ)
microcefalia (θηλ.ουσ)
microcefalo (ουσ αρσ )
microcefalo (επίθ.)
microchimica (θηλ.ουσ)
microchirurgia (θηλ.ουσ)
microchirurgico (επίθ.)
microcircuito (ουσ αρσ )
microcita (ουσ αρσ )
microcitemia (θηλ.ουσ)
microcito (ουσ αρσ )
microclima (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---