Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


microcèfalo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [mikroˈʧɛfalo]

1 ηλίθιος
2 μικροκέφαλος

microcèfalo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [mikroˈʧɛfalo]

μικροκέφαλος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  microcefalia microchimica  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

microbo (ουσ αρσ )
microcalcolatore (ουσ αρσ )
microcamera (θηλ.ουσ)
microcapsula (θηλ.ουσ)
microcefalia (θηλ.ουσ)
microcefalo (ουσ αρσ )
microcefalo (επίθ.)
microchimica (θηλ.ουσ)
microchirurgia (θηλ.ουσ)
microchirurgico (επίθ.)
microcircuito (ουσ αρσ )
microcita (ουσ αρσ )
microcitemia (θηλ.ουσ)
microcito (ουσ αρσ )
microclima (ουσ αρσ )
microclino (ουσ αρσ )
micrococco (ουσ αρσ )
microcosmico (επίθ.)
microcosmo (ουσ αρσ )
microcristallino (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---