Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


microcàpsula  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,mikroˈkapsula]

μικρή κάψουλα (φαρμάκου)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  microcamera microcefalia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

microbiologico (επίθ.)
microbiologo (ουσ αρσ )
microbo (ουσ αρσ )
microcalcolatore (ουσ αρσ )
microcamera (θηλ.ουσ)
microcapsula (θηλ.ουσ)
microcefalia (θηλ.ουσ)
microcefalo (ουσ αρσ )
microcefalo (επίθ.)
microchimica (θηλ.ουσ)
microchirurgia (θηλ.ουσ)
microchirurgico (επίθ.)
microcircuito (ουσ αρσ )
microcita (ουσ αρσ )
microcitemia (θηλ.ουσ)
microcito (ουσ αρσ )
microclima (ουσ αρσ )
microclino (ουσ αρσ )
micrococco (ουσ αρσ )
microcosmico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---