Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


microclìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [mikroˈklino]

μικρόκλινο (ορυκτό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  microclima micrococco  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

microcircuito (ουσ αρσ )
microcita (ουσ αρσ )
microcitemia (θηλ.ουσ)
microcito (ουσ αρσ )
microclima (ουσ αρσ )
microclino (ουσ αρσ )
micrococco (ουσ αρσ )
microcosmico (επίθ.)
microcosmo (ουσ αρσ )
microcristallino (επίθ.)
microcristallo (ουσ αρσ )
microeconomia (θηλ.ουσ)
microelettronica (θηλ.ουσ)
microelettronico (επίθ.)
microfarad (ουσ αρσ )
microfilm (ουσ αρσ )
microfilmare (ρ. μτβ.)
microfisica (θηλ.ουσ)
microfonico (επίθ.)
microfonista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---