Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


micìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [miˈʧino]

1 γατούλα
2 γατάκι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  micidiale micio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

micetologia (θηλ.ουσ)
michelaccio (ουσ αρσ )
michelangiolesco (επίθ.)
micia (θηλ.ουσ)
micidiale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
micino (ουσ αρσ )
micio (ουσ αρσ )
micologia (θηλ.ουσ)
micologico (επίθ.)
micologo (ουσ αρσ )
micosi (θηλ.ουσ)
micotico (επίθ.)
micotossina (θηλ.ουσ)
microampere (ουσ αρσ )
microamperometro (ουσ αρσ )
microanalisi (θηλ.ουσ)
microapparecchio (ουσ αρσ )
microbico (επίθ.)
microbio (ουσ αρσ )
microbiologia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---