Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmicète
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [miˈʧɛte] 1 μαὶμού γένους alouatta 2 μύκητας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |