Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmicèlio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [miˈʧɛljo] 1 γόνος 2 αυγό (υδρόβιων ζώων) 3 μυκήλιο 4 μυκητύλιο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |