Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmìca
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈmika] 1 μίκα 2 μαρμαρυγίας 3 τρίμμα 4 ψίχουλο 5 θρύψαλο mìca επίρρημα Προσφορά I.P.A.: [ˈmika] καθόλου permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαnon vorrai mica... = έχει γούστο να... Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |