Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mezzacalzétta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,mɛddzakalˈtsetta]

άνθρωπος σκάρτος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mezza mezzacartuccia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mettere (ρ. μτβ.)
mettersi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
mettifoglio (ουσ αρσ και θηλ.)
mettimale (ουσ αρσ και θηλ.)
mezza (θηλ.ουσ)
mezzacalzetta (θηλ.ουσ)
mezzacartuccia (θηλ.ουσ)
mezzadria (θηλ.ουσ)
mezzadrile (επίθ.)
mezzadro (ουσ αρσ )
mezzala (θηλ.ουσ)
mezzalana (θηλ.ουσ)
mezzaluna (θηλ.ουσ)
mezzana (θηλ.ουσ)
mezzanave (θηλ.ουσ)
mezzanella (θηλ.ουσ)
mezzania (θηλ.ουσ)
mezzanino (ουσ αρσ )
mezzano (ουσ αρσ )
mezzano (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---