Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mezzacartùccia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,mɛddzakarˈtutʧa]

1 νάνος
2 πυγμαίος
3 μισοριξιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mezzacalzetta mezzadria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mettersi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
mettifoglio (ουσ αρσ και θηλ.)
mettimale (ουσ αρσ και θηλ.)
mezza (θηλ.ουσ)
mezzacalzetta (θηλ.ουσ)
mezzacartuccia (θηλ.ουσ)
mezzadria (θηλ.ουσ)
mezzadrile (επίθ.)
mezzadro (ουσ αρσ )
mezzala (θηλ.ουσ)
mezzalana (θηλ.ουσ)
mezzaluna (θηλ.ουσ)
mezzana (θηλ.ουσ)
mezzanave (θηλ.ουσ)
mezzanella (θηλ.ουσ)
mezzania (θηλ.ουσ)
mezzanino (ουσ αρσ )
mezzano (ουσ αρσ )
mezzano (επίθ.)
mezzanotte (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---