Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


méttere  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ˈmettere]

1 χύνομαι
2 εκβάλλω
3 ρέω

méttere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmettere]

βάζω, θέτω

méttersi  
ρήμα μέσο μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ˈmettersi]

1 (a fare) στρώνομαι να κάνω
2 (accomodarsi) κάθομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  metrotomia mettifoglio  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


mettercela tutta = βάζω τα δυνατά μου || mettere al corrente = ενημερώνω || mettere al sicuro = βάζω σε ασφαλές μέρος || mettere da parte = βάζω στην άκρη || mettere fretta a qualcuno = αναγκάζω κανέναν να βιαστεί || mettere gli occhi addosso a qualcuno = εχω κανέναν στο μάτι || mettere il piede in fallo = στραβοπατώ || mettere in agitazione = σηκώνω στο πόδι || mettere in discussione = θέτω υπό συζήτησην || mettere in dubbio = αμφισβητώ || mettere in imbarazzo = φέρνω σε αμηχανία || mettere in moto = κινώ, βάζω εμπρός || mettere in onda = εκπέμπω || mettere in palio = προσφέρω ως βραβείο || mettere in prigione = βάζω στα σίδερα || mettere la freccia = ανάβω το φλας || mettere qualcuno a proprio agio = τοποθετώ κανέναν αναπαυτικά || (κρύπτω) mettere via = (riporre) ξαναβάζω || mettersi a chiacchierare = πιάνω την κουβέντα || mettersi all'opera = στρώνομαι στη δουλειά || mettersi in coda = κάθομαι στην ουρά || mettersi in malattia = παίρνω αρρωστική άδεια || mettersi in moto = βάζω μπρος || mettersi in posa = ποζάρω || mettersi nei pasticci = μπαίνω σε μπελάσες || mettiti nei miei panni = έλα στη θέση μου! || non mettermi di mezzo! = μη με ανακατεύεις!


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

metropolitano (ουσ αρσ )
metropolitano (επίθ.)
metrorragia (θηλ.ουσ)
metroscopia (θηλ.ουσ)
metrotomia (θηλ.ουσ)
mettere (ρ.αμτβ.)
mettere (ρ. μτβ.)
mettersi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
mettifoglio (ουσ αρσ και θηλ.)
mettimale (ουσ αρσ και θηλ.)
mezza (θηλ.ουσ)
mezzacalzetta (θηλ.ουσ)
mezzacartuccia (θηλ.ουσ)
mezzadria (θηλ.ουσ)
mezzadrile (επίθ.)
mezzadro (ουσ αρσ )
mezzala (θηλ.ουσ)
mezzalana (θηλ.ουσ)
mezzaluna (θηλ.ουσ)
mezzana (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---