Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


metralgìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [metralˈʤia]

1 πόνος της μήτρας
2 μητραλγία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  metraggio metratura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

metonimia (θηλ.ουσ)
metonimico (επίθ.)
metopa (θηλ.ουσ)
metope (θηλ.ουσ)
metraggio (ουσ αρσ )
metralgia (θηλ.ουσ)
metratura (θηλ.ουσ)
metrica (θηλ.ουσ)
metrico (επίθ.)
metro (ουσ αρσ )
metrologia (θηλ.ουσ)
metrologico (επίθ.)
metrologo (ουσ αρσ )
metronomo (ουσ αρσ )
metronotte (ουσ αρσ )
metropoli (θηλ.ουσ)
metropolita (ουσ αρσ )
metropolitana (θηλ.ουσ)
metropolitano (ουσ αρσ )
metropolitano (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---