Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmetralgìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [metralˈʤia] 1 πόνος της μήτρας 2 μητραλγία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |