Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmetrologìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [metroloˈʤia] 1 επιστήμη μέτρων και σταθμών 2 μετρολογία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |