Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


metòdico  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [meˈtɔdiko]

1 συστηματοποιημένος
2 συστηματικός
3 μεθοδικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  metodicità metodismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

metilene (ουσ αρσ )
metilico (επίθ.)
metodica (θηλ.ουσ)
metodicamente (επίρ.)
metodicità (θηλ.ουσ)
metodico (αρσ. επίθ και ουσ)
metodismo (ουσ αρσ )
metodista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
metodistico (επίθ.)
metodo (ουσ αρσ )
metodologia (θηλ.ουσ)
metodologico (επίθ.)
metodologo (ουσ αρσ )
metonimia (θηλ.ουσ)
metonimico (επίθ.)
metopa (θηλ.ουσ)
metope (θηλ.ουσ)
metraggio (ουσ αρσ )
metralgia (θηλ.ουσ)
metratura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---