Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


meticolóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [metikoˈloso], [metikoˈlozo]

1 υπερευσυνείδητος
2 ιδιότροπος
3 λεπτολόγος
4 σχολαστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  meticolosità metilare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

metessi (θηλ.ουσ)
meticcia (θηλ.ουσ)
meticcio (ουσ αρσ )
meticolosamente (επίρ.)
meticolosità (θηλ.ουσ)
meticoloso (επίθ.)
metilare (ρ. μτβ.)
metilcellulosa (θηλ.ουσ)
metile (ουσ αρσ )
metilene (ουσ αρσ )
metilico (επίθ.)
metodica (θηλ.ουσ)
metodicamente (επίρ.)
metodicità (θηλ.ουσ)
metodico (αρσ. επίθ και ουσ)
metodismo (ουσ αρσ )
metodista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
metodistico (επίθ.)
metodo (ουσ αρσ )
metodologia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---