Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmeticolóso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [metikoˈloso], [metikoˈlozo] 1 υπερευσυνείδητος 2 ιδιότροπος 3 λεπτολόγος 4 σχολαστικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |