Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lìzza (θηλ.ουσ) locatìvo (ουσ αρσ )
(οριστ. άρθ.) locatìvo (επίθ.)
(δεικτ. αντων. e προσωπ. αντων.) locatìzio (επίθ.)
lobàto (αρσ. επίθ και ουσ) locatóre (ουσ αρσ )
lòbbia (θηλ.ουσ) locazióne (θηλ.ουσ)
lobectomìa (θηλ.ουσ) lòchi (ουσ αρσ )
lobèlia (θηλ.ουσ) locomòbile (θηλ.ουσ)
lobelìna (θηλ.ουσ) locomotìva (θηλ.ουσ)
lòbo (ουσ αρσ ) locomotìvo (επίθ.)
lobulàre (επίθ.) locomotóre (ουσ αρσ )
lòbulo (ουσ αρσ ) locomotóre (επίθ.)
locàle (ουσ αρσ ) locomotòrio (επίθ.)
locàle (επίθ.) locomotorìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
località (θηλ.ουσ) locomotrìce (θηλ.ουσ)
localizzàbile (επίθ.) locomozióne (θηλ.ουσ)
localizzàre (ρ. μτβ.) lòculo (ουσ αρσ )
localizzarsi (ρ.μ. (αντων.)) locùsta (θηλ.ουσ)
localizzazióne (θηλ.ουσ) locuzióne (θηλ.ουσ)
localménte (επίρ.) lodàbile (επίθ.)
locànda (θηλ.ουσ) lodabilità (θηλ.ουσ)
locandièra (θηλ.ουσ) lodàre (ρ. μτβ.)
locandière (ουσ αρσ ) lodarsi (ρ.μ. (αντων.))
locandìna (θηλ.ουσ) lodatìvo (επίθ.)
locàre (ρ. μτβ.) lodatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
locatàrio (ουσ αρσ ) lòde (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: