Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


locazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [lokatˈtsjone]

1 ενοικίαση
2 ενοικίαση μέσων ή γης
3 χρηματοδοτική μίσθωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  locatore lochi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

locatario (ουσ αρσ )
locativo (ουσ αρσ )
locativo (επίθ.)
locatizio (επίθ.)
locatore (ουσ αρσ )
locazione (θηλ.ουσ)
lochi (ουσ αρσ )
locomobile (θηλ.ουσ)
locomotiva (θηλ.ουσ)
locomotivo (επίθ.)
locomotore (ουσ αρσ )
locomotore (επίθ.)
locomotorio (επίθ.)
locomotorista (ουσ αρσ και θηλ.)
locomotrice (θηλ.ουσ)
locomozione (θηλ.ουσ)
loculo (ουσ αρσ )
locusta (θηλ.ουσ)
locuzione (θηλ.ουσ)
lodabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---