Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


locomotìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [lokomoˈtivo]

1 κινητήριος
2 κινητικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  locomotiva locomotore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

locatore (ουσ αρσ )
locazione (θηλ.ουσ)
lochi (ουσ αρσ )
locomobile (θηλ.ουσ)
locomotiva (θηλ.ουσ)
locomotivo (επίθ.)
locomotore (ουσ αρσ )
locomotore (επίθ.)
locomotorio (επίθ.)
locomotorista (ουσ αρσ και θηλ.)
locomotrice (θηλ.ουσ)
locomozione (θηλ.ουσ)
loculo (ουσ αρσ )
locusta (θηλ.ουσ)
locuzione (θηλ.ουσ)
lodabile (επίθ.)
lodabilità (θηλ.ουσ)
lodare (ρ. μτβ.)
lodarsi (ρ.μ. (αντων.))
lodativo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---