Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


locomotrìce  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [lokomoˈtriʧe]

1 λοκομοτρίς
2 ηλεκτρικός σιδηρόδρομος
3 ηλεκτρική μηχανή (τρένου)
4 ηλεκτρική μηχανή έλξεως τρένου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  locomotorista locomozione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

locomotivo (επίθ.)
locomotore (ουσ αρσ )
locomotore (επίθ.)
locomotorio (επίθ.)
locomotorista (ουσ αρσ και θηλ.)
locomotrice (θηλ.ουσ)
locomozione (θηλ.ουσ)
loculo (ουσ αρσ )
locusta (θηλ.ουσ)
locuzione (θηλ.ουσ)
lodabile (επίθ.)
lodabilità (θηλ.ουσ)
lodare (ρ. μτβ.)
lodarsi (ρ.μ. (αντων.))
lodativo (επίθ.)
lodatore (αρσ. επίθ και ουσ)
lode (θηλ.ουσ)
loden (ουσ αρσ )
lodevole (επίθ.)
lodevolmente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---