Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lodatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [lodaˈtore]

1 υμνητής
2 κόλακας
3 εγκωμιαστής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lodativo lode  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lodabile (επίθ.)
lodabilità (θηλ.ουσ)
lodare (ρ. μτβ.)
lodarsi (ρ.μ. (αντων.))
lodativo (επίθ.)
lodatore (αρσ. επίθ και ουσ)
lode (θηλ.ουσ)
loden (ουσ αρσ )
lodevole (επίθ.)
lodevolmente (επίρ.)
lodo (ουσ αρσ )
lodolaio (ουσ αρσ )
Lodovico (κύρ.όν. αρσ.)
logaedico (επίθ.)
logaedo (ουσ αρσ )
logaritmico (επίθ.)
logaritmo (ουσ αρσ )
loggia (θηλ.ουσ)
loggiato (ουσ αρσ )
loggione (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---