Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlocomotóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [lokomoˈtore] 1 ηλεκτρική μηχανή έλξεως τρένου 2 αυτοκινούμενο όχημα locomotóre επίθετο Προσφορά I.P.A.: [lokomoˈtore] 1 κινητικός 2 κινητήριος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |