Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


locomotorìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [lokomotoˈrista]

1 ειδικός στο χειρισμό μηχανής σιδηροδρόμων
2 οδηγός μηχανής έλξεως τρένου
3 μηχανοδηγός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  locomotorio locomotrice  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

locomotiva (θηλ.ουσ)
locomotivo (επίθ.)
locomotore (ουσ αρσ )
locomotore (επίθ.)
locomotorio (επίθ.)
locomotorista (ουσ αρσ και θηλ.)
locomotrice (θηλ.ουσ)
locomozione (θηλ.ουσ)
loculo (ουσ αρσ )
locusta (θηλ.ουσ)
locuzione (θηλ.ουσ)
lodabile (επίθ.)
lodabilità (θηλ.ουσ)
lodare (ρ. μτβ.)
lodarsi (ρ.μ. (αντων.))
lodativo (επίθ.)
lodatore (αρσ. επίθ και ουσ)
lode (θηλ.ουσ)
loden (ουσ αρσ )
lodevole (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---