Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlocomotorìsta
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [lokomotoˈrista] 1 ειδικός στο χειρισμό μηχανής σιδηροδρόμων 2 οδηγός μηχανής έλξεως τρένου 3 μηχανοδηγός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |