Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


locuzióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [lokutˈtsjone]

1 φρασεολογία
2 έκφραση ομάδας ή περιοχής
3 διάλεκτος
4 ιδίωμα
5 έκφραση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  locusta lodabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

locomotorista (ουσ αρσ και θηλ.)
locomotrice (θηλ.ουσ)
locomozione (θηλ.ουσ)
loculo (ουσ αρσ )
locusta (θηλ.ουσ)
locuzione (θηλ.ουσ)
lodabile (επίθ.)
lodabilità (θηλ.ουσ)
lodare (ρ. μτβ.)
lodarsi (ρ.μ. (αντων.))
lodativo (επίθ.)
lodatore (αρσ. επίθ και ουσ)
lode (θηλ.ουσ)
loden (ουσ αρσ )
lodevole (επίθ.)
lodevolmente (επίρ.)
lodo (ουσ αρσ )
lodolaio (ουσ αρσ )
Lodovico (κύρ.όν. αρσ.)
logaedico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---