Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


locàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [loˈkare]

1 νοικιάζω
2 μισθώνω
3 ενοικιάζω
4 εκμισθώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  locandina locatario  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

localmente (επίρ.)
locanda (θηλ.ουσ)
locandiera (θηλ.ουσ)
locandiere (ουσ αρσ )
locandina (θηλ.ουσ)
locare (ρ. μτβ.)
locatario (ουσ αρσ )
locativo (ουσ αρσ )
locativo (επίθ.)
locatizio (επίθ.)
locatore (ουσ αρσ )
locazione (θηλ.ουσ)
lochi (ουσ αρσ )
locomobile (θηλ.ουσ)
locomotiva (θηλ.ουσ)
locomotivo (επίθ.)
locomotore (ουσ αρσ )
locomotore (επίθ.)
locomotorio (επίθ.)
locomotorista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---