Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


locandièra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [lokanˈdjɛra]

1 γυναίκα του χανιτζή
2 ιδιοκτήτρια πανδοχείου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  locanda locandiere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

localizzare (ρ. μτβ.)
localizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
localizzazione (θηλ.ουσ)
localmente (επίρ.)
locanda (θηλ.ουσ)
locandiera (θηλ.ουσ)
locandiere (ουσ αρσ )
locandina (θηλ.ουσ)
locare (ρ. μτβ.)
locatario (ουσ αρσ )
locativo (ουσ αρσ )
locativo (επίθ.)
locatizio (επίθ.)
locatore (ουσ αρσ )
locazione (θηλ.ουσ)
lochi (ουσ αρσ )
locomobile (θηλ.ουσ)
locomotiva (θηλ.ουσ)
locomotivo (επίθ.)
locomotore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---