Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lobàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [loˈbato]

1 λοβώδης
2 λοβωτός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lo lobbia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

livorno (θηλ.ουσ)
livrea (θηλ.ουσ)
lizza (θηλ.ουσ)
lo (οριστ. άρθ.)
lo (δεικτ. αντων. e προσωπ. αντων.)
lobato (αρσ. επίθ και ουσ)
lobbia (θηλ.ουσ)
lobectomia (θηλ.ουσ)
lobelia (θηλ.ουσ)
lobelina (θηλ.ουσ)
lobo (ουσ αρσ )
lobulare (επίθ.)
lobulo (ουσ αρσ )
locale (ουσ αρσ )
locale (επίθ.)
localita (θηλ.ουσ)
localizzabile (επίθ.)
localizzare (ρ. μτβ.)
localizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
localizzazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---