Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlivrèa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [liˈvrɛa] 1 οικοστολή 2 στολή υπηρέτη 3 λιβρέα 4 φτέρωμα πτηνού permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |