Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlivornése, livornése
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [livorˈnese], [livorˈneze] κάτοικος του Λιβόρνο livornése, livornése επίθετο Προσφορά I.P.A.: [livorˈnese], [livorˈneze] ο του Λιβόρνο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |