Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lìvido  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈlivido]

ο μώλωπας

lìvido  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈlivido]

1 πελιδνός
2 μωλωπισμένος
3 μελανιασμένος
4 ωχρός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lividezza lividura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

livellatore (επίθ.)
livellatrice (θηλ.ουσ)
livellazione (θηλ.ουσ)
livello (ουσ αρσ )
lividezza (θηλ.ουσ)
livido (ουσ αρσ )
livido (επίθ.)
lividura (θηλ.ουσ)
livore (ουσ αρσ )
livornese, livornese (ουσ αρσ και θηλ.)
livornese, livornese (επίθ.)
livorno (θηλ.ουσ)
livrea (θηλ.ουσ)
lizza (θηλ.ουσ)
lo (οριστ. άρθ.)
lo (δεικτ. αντων. e προσωπ. αντων.)
lobato (αρσ. επίθ και ουσ)
lobbia (θηλ.ουσ)
lobectomia (θηλ.ουσ)
lobelia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---