Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlivèllo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [liˈvɛllo] το επίπεδο permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαpassaggio [αρσ.] a livello = η ισόπεδη διάβαση Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |