ItalianoGreco


locàle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [loˈkale]

(luogo pubblico) το κέντρο

locàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [loˈkale]

τοπικός (-ή, -ό), ντόπιος (-α, -ο)


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


locale [αρσ.] notturno = η νυχτερινή λέσχη, το νυχτερινό κέντρο || ora [θηλ.] locale = η τοπική ώρα



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---