Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


locàle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [loˈkale]

(luogo pubblico) το κέντρο

locàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [loˈkale]

τοπικός (-ή, -ό), ντόπιος (-α, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lobulo localita  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


locale [αρσ.] notturno = η νυχτερινή λέσχη, το νυχτερινό κέντρο || ora [θηλ.] locale = η τοπική ώρα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lobelia (θηλ.ουσ)
lobelina (θηλ.ουσ)
lobo (ουσ αρσ )
lobulare (επίθ.)
lobulo (ουσ αρσ )
locale (ουσ αρσ )
locale (επίθ.)
localita (θηλ.ουσ)
localizzabile (επίθ.)
localizzare (ρ. μτβ.)
localizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
localizzazione (θηλ.ουσ)
localmente (επίρ.)
locanda (θηλ.ουσ)
locandiera (θηλ.ουσ)
locandiere (ουσ αρσ )
locandina (θηλ.ουσ)
locare (ρ. μτβ.)
locatario (ουσ αρσ )
locativo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---