Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

liberìsta (ουσ αρσ και θηλ.) libràrsi (ρ. μ. αμτβ.)
liberìsta (επίθ.) libràrio (επίθ.)
lìbero (ουσ αρσ ) libràta (θηλ.ουσ)
lìbero (επίθ.) libratóre (ουσ αρσ )
liberoscambìsmo (ουσ αρσ ) librazióne (θηλ.ουσ)
liberoscambìsta (ουσ αρσ και θηλ.) librerìa (θηλ.ουσ)
liberoscambìsta (επίθ.) librésco (επίθ.)
libertà (θηλ.ουσ) librettìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
libertàrio (ουσ αρσ ) librétto (ουσ αρσ )
libertàrio (επίθ.) libricino (ουσ αρσ )
liberticìda (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) lìbro (ουσ αρσ )
liberticìdio (ουσ αρσ ) licantropìa (θηλ.ουσ)
libertinàggio (ουσ αρσ ) licàntropo (ουσ αρσ )
libertìno (αρσ. επίθ και ουσ) licàone, licaóne (ουσ αρσ )
libertìsmo (ουσ αρσ ) licàone, licaóne (επίθ.)
libèrto (ουσ αρσ ) licciaiòla (θηλ.ουσ)
Lìbia (κύρ.όν. θηλ.) lìccio (ουσ αρσ )
lìbico (ουσ αρσ ) liceàle (ουσ αρσ )
lìbico (επίθ.) liceàle (επίθ.)
libìdine (θηλ.ουσ) liceità (θηλ.ουσ)
libidinóso (επίθ.) licènza (θηλ.ουσ)
libìdo (θηλ.ουσ) licenziaménto (ουσ αρσ )
lìbra (θηλ.ουσ) licenziàndo (αρσ. επίθ και ουσ)
libràio (ουσ αρσ ) licenziàre (ρ. μτβ.)
libràle (επίθ.) licenziarsi (ρ.μ. (αντων.))

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: