Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

iddìo (ουσ αρσ ) identificazióne (θηλ.ουσ)
idèa (θηλ.ουσ) identikit (ουσ αρσ )
ideàbile (επίθ.) identità (θηλ.ουσ)
ideaccia (θηλ.ουσ) ideografìa (θηλ.ουσ)
ideàle (ουσ αρσ ) ideogràfico (επίθ.)
ideàle (επίθ.) ideogràmma (ουσ αρσ )
idealìsmo (ουσ αρσ ) ideologìa (θηλ.ουσ)
idealìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) ideològico (επίθ.)
idealìstico (επίθ.) ideologìsmo (ουσ αρσ )
idealità (θηλ.ουσ) ideòlogo (ουσ αρσ )
idealizzàre (ρ. μτβ.) ideona (θηλ.ουσ)
idealizzazióne (θηλ.ουσ) ìdi (θηλ. ουσ πληθ.)
idealménte (επίρ.) idillìaco (επίθ.)
ideàre (ρ. μτβ.) idìllico (επίθ.)
ideatóre (αρσ. επίθ και ουσ) idìllio (ουσ αρσ )
ideazióne (θηλ.ουσ) idioelèttrico (επίθ.)
ideina (θηλ.ουσ) idiolètto (ουσ αρσ )
ìdem (αντων.) idiòma (ουσ αρσ )
ìdem (επίρ.) idiomàtico (επίθ.)
identicità (θηλ.ουσ) idiomòrfo (αρσ. επίθ και ουσ)
idèntico (επίθ.) idiopàtico (επίθ.)
identificàbile (επίθ.) idiosincrasìa (θηλ.ουσ)
identificàre (ρ. μτβ.) idiòta (ουσ αρσ και θηλ.)
identificarsi (ρ.μ. (αντων.)) idiòta (επίθ.)
identificàto (επίθ.) idiotàggine (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: