Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


idealizzazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [idealiddzatˈtsjone]

1 εξιδανίκευση
2 αποπνευμάτωση
3 ιδανίκευση
4 εξαΰλωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  idealizzare idealmente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

idealismo (ουσ αρσ )
idealista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
idealistico (επίθ.)
idealità (θηλ.ουσ)
idealizzare (ρ. μτβ.)
idealizzazione (θηλ.ουσ)
idealmente (επίρ.)
ideare (ρ. μτβ.)
ideatore (αρσ. επίθ και ουσ)
ideazione (θηλ.ουσ)
ideina (θηλ.ουσ)
idem (αντων.)
idem (επίρ.)
identicità (θηλ.ουσ)
identico (επίθ.)
identificabile (επίθ.)
identificare (ρ. μτβ.)
identificarsi (ρ.μ. (αντων.))
identificato (επίθ.)
identificazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---