Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


identificàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [identifiˈkare]

εξακριβώνω

identificarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [identifiˈkarsi]

1 είμαι ολόιδιος
2 είμαι φτυστός
3 ταυτίζομαι
4 συνταυτίζομαι
5 ταυτογνωμονώ
6 εξομοιώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  identificabile identificato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

idem (αντων.)
idem (επίρ.)
identicità (θηλ.ουσ)
identico (επίθ.)
identificabile (επίθ.)
identificare (ρ. μτβ.)
identificarsi (ρ.μ. (αντων.))
identificato (επίθ.)
identificazione (θηλ.ουσ)
identikit (ουσ αρσ )
identità (θηλ.ουσ)
ideografia (θηλ.ουσ)
ideografico (επίθ.)
ideogramma (ουσ αρσ )
ideologia (θηλ.ουσ)
ideologico (επίθ.)
ideologismo (ουσ αρσ )
ideologo (ουσ αρσ )
ideona (θηλ.ουσ)
idi (θηλ. ουσ πληθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---