Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ideatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ideaˈtore]

1 πλάστης
2 επινοητής
3 χαλκευτής
4 γενεσιουργός
5 πλαστουργός
6 συγγραφέας
7 σχεδιαστής
8 δημιουργός
9 εφευρέτης
10 (femminile: ((ideatrice))) γυναίκα δημιουργός, συγγραφέας (η)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ideare ideazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

idealità (θηλ.ουσ)
idealizzare (ρ. μτβ.)
idealizzazione (θηλ.ουσ)
idealmente (επίρ.)
ideare (ρ. μτβ.)
ideatore (αρσ. επίθ και ουσ)
ideazione (θηλ.ουσ)
ideina (θηλ.ουσ)
idem (αντων.)
idem (επίρ.)
identicità (θηλ.ουσ)
identico (επίθ.)
identificabile (επίθ.)
identificare (ρ. μτβ.)
identificarsi (ρ.μ. (αντων.))
identificato (επίθ.)
identificazione (θηλ.ουσ)
identikit (ουσ αρσ )
identità (θηλ.ουσ)
ideografia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---