Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


iddìo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [idˈdio]

Θεός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  idatodo idea  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


come è vero Iddio! = όπως σε βλέπω και με βλέπεις!


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

icosaedro (ουσ αρσ )
ics (ουσ αρσ και θηλ.)
ictus (ουσ αρσ )
idatide (θηλ.ουσ)
idatodo (ουσ αρσ )
iddio (ουσ αρσ )
idea (θηλ.ουσ)
ideabile (επίθ.)
ideaccia (θηλ.ουσ)
ideale (ουσ αρσ )
ideale (επίθ.)
idealismo (ουσ αρσ )
idealista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
idealistico (επίθ.)
idealità (θηλ.ουσ)
idealizzare (ρ. μτβ.)
idealizzazione (θηλ.ουσ)
idealmente (επίρ.)
ideare (ρ. μτβ.)
ideatore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---