Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gùglia (θηλ.ουσ) gustatìvo (επίθ.)
gugliàta (θηλ.ουσ) gustatóre (ουσ αρσ )
Guiàna (κύρ.όν. θηλ.) Gustàvo (κύρ.όν. αρσ.)
guìda (θηλ.ουσ) gustévole (επίθ.)
guidàbile (επίθ.) gùsto (ουσ αρσ )
guidafìlo (ουσ αρσ ) gustosaménte (επίρ.)
guidàre (ρ. μτβ.) gustosità (θηλ.ουσ)
guidatóre (ουσ αρσ ) gustóso (επίθ.)
guiderdóne (ουσ αρσ ) guttapèrca (θηλ.ουσ)
guidóne (ουσ αρσ ) guttazióne (θηλ.ουσ)
guidoslìtta (θηλ.ουσ) gutturàle (θηλ. επίθ και ουσ)
guidrigìldo (ουσ αρσ ) gutturalizzazióne (θηλ.ουσ)
guìndolo (ουσ αρσ ) hàbitat (ουσ αρσ )
guinzàglio (ουσ αρσ ) habitué (ουσ αρσ )
guìsa (θηλ.ουσ) haitiàno (αρσ. επίθ και ουσ)
guìtto (αρσ. επίθ και ουσ) hàlibut (ουσ αρσ )
guizzàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) hall (θηλ.ουσ)
guìzzo (ουσ αρσ ) hamburger (ουσ αρσ )
gùlag (ουσ αρσ ) handicap (ουσ αρσ )
gulasch (ουσ αρσ ) handicappàre (ρ. μτβ.)
gùru (ουσ αρσ ) handicappàto (ουσ αρσ )
gùscio (ουσ αρσ ) handicappàto (επίθ.)
gustàbile (επίθ.) hangar (ουσ αρσ )
gustàre (ρ.αμτβ.) happening (ουσ αρσ )
gustàre (ρ. μτβ.) harakiri (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: