Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

francesizzàre (ρ. μτβ.) frangiflùtti (ουσ αρσ )
franchézza (θηλ.ουσ) frangisóle (ουσ αρσ )
franchìgia (θηλ.ουσ) frangitóre (ουσ αρσ )
franchìsmo (ουσ αρσ ) frangitùra (θηλ.ουσ)
franchìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) frangivènto (ουσ αρσ )
Frància (θηλ.ουσ) frangizòlle (ουσ αρσ )
fràncio (ουσ αρσ ) fràngola (θηλ.ουσ)
frànco (ουσ αρσ ) franklin (ουσ αρσ )
frànco (επίθ.) franóso (επίθ.)
frànco (επίρ.) frantóio (ουσ αρσ )
francobóllo (ουσ αρσ ) frantoìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
francòfilo (αρσ. επίθ και ουσ) frantumàre (ρ. μτβ.)
francòfobo (αρσ. επίθ και ουσ) frantumarsi (ρ.μ. (αντων.))
francòfono (αρσ. επίθ και ουσ) frantumatóre (ουσ αρσ )
Francofòrte (ουσ αρσ ) frantumazióne (θηλ.ουσ)
franco-italiano (αρσ. επίθ και ουσ) frantùme (ουσ αρσ )
francolìno (ουσ αρσ ) fràppa (θηλ.ουσ)
frangènte (αρσ. επίθ και ουσ) frappè (αρσ. επίθ και ουσ)
fràngere (ρ. μτβ. και αμετβ.) frappórre (ρ. μτβ.)
fràngersi (ρ. μ. αμτβ.) frapporsi (ρ.μ. (αντων.))
frangétta (θηλ.ουσ) frapposizióne (θηλ.ουσ)
fràngia (θηλ.ουσ) frasàrio (ουσ αρσ )
frangiàre (ρ. μτβ.) fràsca (θηλ.ουσ)
frangiatùra (θηλ.ουσ) frascàme (ουσ αρσ )
frangìbile (επίθ.) frascàti (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: